ορίας

ορίας
ὀρίας, ὁ (Α) [όρος (II)]
άνεμος που πνέει από τα όρη, τα βουνά, βουνήσιος αέρας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀρίας — ὀρίᾱς , ὀρίας masc acc pl ὀρίᾱς , ὀρίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀριᾶν — ὀρίας masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρίου — ὀρίας masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρία — ὀρίᾱ , ὀρίας masc nom/voc/acc dual ὀρίας masc voc sg ὀρίᾱ , ὀρίας masc voc sg (attic) ὀρίᾱ , ὀρίας masc gen sg (doric aeolic) ὀρίας masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὑρίας — ὀρίᾱς , ὀρίας masc acc pl ὀρίᾱς , ὀρίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρίαν — ὀρίᾱν , ὀρίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) ὀρίας masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • Σπανό — Νησί του Αιγαίου κοντά στην Κέα. Απέχει δυο μίλια από το λιμάνι της Οριάς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”